- τετραορία
- ἡ, Α [τετράορος]άρμα με τέσσερεις ίππους, τέθριππο («θύρωνα δὲ τετραορίας ἕνεκα νικαφόρου γεγωνητέον», Πίνδ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τετραορίᾳ — τετρᾱορίαι , τετραορία four horsed chariot fem nom/voc pl τετρᾱορίᾱͅ , τετραορία four horsed chariot fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραορίας — τετρᾱορίᾱς , τετραορία four horsed chariot fem acc pl τετρᾱορίᾱς , τετραορία four horsed chariot fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραοριᾶν — τετρᾱοριᾶν , τετραορία four horsed chariot fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)